δανδή

δανδή
züppe, dandik

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δανδισμός — ο η ιδιότητα τού δανδή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. dandyism)] …   Dictionary of Greek

  • Μπαρμπέ ντ’ Ορεβιγί, Ζιλ Αμεντιέ — (Jules Amidie Barbey d’ Aurevilly, Σεν Σοβέρ λε Βικόντ 1808 – Παρίσι 1889). Γάλλος μυθιστοριογράφος και κριτικός. Καταγόμενος από τη Νορμανδία, κατέπληξε τον δημοσιογραφικό και λογοτεχνικό κύκλο του Παρισιού με του εξεζητημένους τρόπους του δανδή …   Dictionary of Greek

  • Προυστ, Μαρσέλ — (Proust, Παρίσι 1871 – 1922). Γάλλος συγγραφέας. Η οικογένειά του ανήκε στην ανώτερη αστική τάξη· ο πατέρας του, Αντριέν, ήταν διάσημος γιατρός, και η μητέρα του, Ζαν Βεΐλ, ήταν Εβραία λορενικής καταγωγής. Σε ηλικία 9 ετών ο Μαρσέλ αρρώστησε για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”